- αλιμάριστο
- törpülenmemiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αλιμάριστος — η, ο 1. αυτός που δε ρινίστηκε με λίμα: Ξέχασες το πριόνι αλιμάριστο και δεν κόβει. 2. μτφ., αυτός που αναγκάστηκε να ακούει φλυαρίες: Όπου και να με συναντούσε δε με άφηνε αλιμάριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)